Ναυμαχία Σπετσών – Αρμάτα

Η αναπαράσταση της Ναυμαχίας των Σπετσών («Αρμάτα») που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1822 είναι το γνωστότερο από όλα τα παραδοσιακά έθιμα του νησιού και  συγκεντρώνει δεκάδες χιλιάδες επισκεπτών κάθε χρόνο. 
Οι κάτοικοι των Σπετσών απέδωσαν τη νίκη τους επί των πολυάριθμων και καλύτερα εξοπλισμένων Τούρκων, στη βοήθεια της Παναγίας και έτσι ονόμασαν τον μικρό ναό που βρίσκεται στο Παλιό λιμάνι «Παναγία η Αρμάτα» και γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου(η Γέννηση της Θεοτόκου).

Η αναπαράσταση της Ναυμαχίας των Σπετσών («Αρμάτα») που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1822 είναι το γνωστότερο από όλα τα παραδοσιακά έθιμα του νησιού και  συγκεντρώνει δεκάδες χιλιάδες επισκεπτών κάθε χρόνο. 
Οι κάτοικοι των Σπετσών απέδωσαν τη νίκη τους επί των πολυάριθμων και καλύτερα εξοπλισμένων Τούρκων στη βοήθεια της Παναγίας και έτσι ονόμασαν τον μικρό ναό που βρίσκεται στο λιμάνι «Παναγία η Αρμάτα» και γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.

Η αναπαράσταση του ιστορικού αυτού γεγονότος είναι μια πολιτιστική και θρησκευτική γιορτή με τη συμμετοχή εκατοντάδων κατοίκων.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στις αρχές Σεπτεμβρίου και διαρκούν μια εβδομάδα, με αποκορύφωμα την αναπαράσταση της πυρπόλησης ομοιώματος της τουρκικής ναυαρχίδας, με ταυτόχρονη εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων εκείνης της νύχτας, της 8ης Σεπτεμβρίου 1822, μέσα σε μία πανδαισία πυροτεχνημάτων και βεγγαλικών.
Η εκδήλωση της “Αρμάτας” είναι αφιερωμένη στη μεγαλειώδη νίκη των Ελλήνων, με τη βοήθεια της Παναγίας, απέναντι στους Τούρκους στα νερά των Σπετσών, η οποία υπήρξε μία από τις σημαντικότερες στιγμές του αγώνα του 1821.

Ιστορική αναφορά

Μετά την καταστροφή του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια ο αγώνας για τους τούρκους στην Πελοπόννησο είχε κριθεί. Ελάχιστα ήταν τα φρούρια που πρόβαλλαν αντίσταση και μεταξύ αυτών το περίφημο φρούριο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Το φρούριο αυτό, το πολιορκούσε από τη ξηρά ο Δημήτρης Υψηλάντης και από τη θάλασσα η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με τους Σπετσιώτες να δείχνουν γενναιότητα, αυτοθυσία και να προσπαθούν με τις βάρκες τους και κάτω από καταιγισμό κανονιοβολισμών να αποβιβαστούν και να καταλάβουν το απόρθητο κάστρο.
Ο Τουρκικός στόλος σε μια ύστατη προσπάθεια να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο έπλευσε προς τον Αργολικό Κόλπο με σχέδιο να επιτεθεί πρώτα εναντίον των Σπετσών και  ύστερα κατά της Ύδρας.
Ο Μέξης ανέλαβε την άμυνα του νησιού μαζί με τα παιδιά του, τους συγγενείς του και 30 άλλους Σπετσιώτες πολεμιστές στήνοντας στο νησί τρία κανονιοστάσια και φροντίζοντας να απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από το νησί, μεταφέροντας τα στην Ύδρα, που θεωρούνταν δυσπρόσιτη εξαιτίας του απόκρημνου εδάφους της.
Στις 8 Σεπτεμβρίου τα εχθρικά πλοία εμφανίστηκαν μπροστά από τις Σπέτσες και συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στα νησιά Τρίκερι και Σπετσοπούλα.

Ο άνεμος που ήταν βορειοανατολικός την ημέρα εκείνη ευνοούσε τον εχθρικό στόλο και ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από  Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία με αρχηγό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, θέλησε να κινηθεί προς το μυχό του Αργολικού κόλπου σε μια προσπάθεια να παρασύρει εκεί τα εχθρικά πλοία και να τα καταναυμαχήσει. 
Ο Μιαούλης ύψωσε και το σχετικό σήμα, ώστε ο στόλος να τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή όμως οι Σπέτσες έμεναν ανυπεράσπιστες. 

Ο άνεμος που ήταν βορειοανατολικός την ημέρα εκείνη ευνοούσε τον εχθρικό στόλο και ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από  Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία, με αρχηγό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, θέλησε να κινηθεί προς το μυχό του Αργολικού κόλπου σε μια προσπάθεια να παρασύρει εκεί τα εχθρικά πλοία και να τα καταναυμαχήσει. 
Ο Μιαούλης ύψωσε και το σχετικό σήμα, ώστε ο στόλος να τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή όμως οι Σπέτσες έμεναν ανυπεράσπιστες. 

Τότε οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και Ι. Κούτσης μαζί με τον Υδραίο πλοίαρχο Α. Κριεζή δεν υπάκουσαν στις διαταγές του ναύαρχου Μιαούλη και επιτέθηκαν στους τούρκους, αν και η υπεροχή του τουρκικού στόλου σε αριθμό, μέγεθος και οπλισμό ήταν μεγάλη. Λίγο αργότερα και άλλοι Σπετσιώτες πλοίαρχοι ενώθηκαν με τους πρώτους στην προσπάθεια να απωθήσουν τον εχθρό και παρά τον αντίθετο άνεμο, κατέφθασαν και άλλα Ελληνικά πλοία. 

Η ναυμαχία συνεχίστηκε μέχρι τις απογευματινές ώρες και ο θόρυβος από τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων των 140 και πλέον πλοίων που έπαιρναν μέρος στη ναυμαχία ήταν τόσο μεγάλος, ώστε σειόταν το έδαφος της Ύδρας. Ο χώρος μεταξύ Ύδρας και Σπετσών είχε καλυφτεί με τόσο καπνό ώστε οι Υδραίοι νόμισαν πως καιγόντουσαν οι Σπέτσες. Η στιγμή ήταν πολύ κρίσιμη και η χρήση των πυρπολικών ήταν δύσκολη λόγω του πυκνού καπνού που κάλυπτε τα πάντα, αν και ο Υδραίος πυρπολητής Πιπίνος είχε ήδη χρησιμοποιήσει με επιτυχία το πυρπολικό του πάνω σε ένα αλγερινό βρίκι.
Την στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ατρόμητος, αποφασιστικός και με το μαχαίρι στο χέρι, πηδάει στη πρύμνη του πυρπολικού του, παρασύρει με το θάρρος του το πλήρωμά του και μέσα σε πανδαιμόνιο κανονιοβολισμών, εφορμά στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού με στόχο την ανάφλεξη της τουρκικής ναυαρχίδας.

Άγαλμα Κοσμά Μπαρμπάτση
Άγαλμα Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας

Η τουρκική ναυαρχίδα αναφλέγεται και καταποντίζεται – όπως αναφέρει η παράδοση –  μπροστά στο λιμάνι. Οι τούρκοι εκπλήσσονται από το θάρρος και την παράτολμη αυτή ενέργεια και αρχίζουν να υποχωρούν και έτσι ο τουρκικός στόλος, λίγο αργότερα, αφήνει τον Αργολικό Κόλπο. 
Τον Ιούλιο του 1822 ο Σπετσιώτικος στόλος στάλθηκε στη Σούδα της Κρήτης εναντίον μοίρας του αιγυπτιακού στόλου, τον οποίο κατεδίωξε μέχρι τον Ελλήσποντο. Τον ίδιο χρόνο κατόρθωσαν να αποκρούσουν επίθεση του τουρκικού στόλου στο νησί τους.  
Λόγω της έλλειψης ανεφοδιασμού, το Ναύπλιο παραδίδεται στους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822. 
Τα επόμενα χρόνια οι Σπετσιώτες συνεχίζουν ακατάπαυστα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια (1828). Διαπρέπουν κυρίως στις ναυμαχίες της Σάμου, Κω, Γέροντα και στον αγώνα της κατά θάλασσα στήριξης του στενά πολιορκούμενου Μεσολογγίου.