Η ιστορία των Σπετσών

Το νησί των Σπετσών χαρτογραφείται από την Μυκηναϊκή περίοδο με το όνομα «Πιτυούσα», που σημαίνει «πευκόφυτη», και λειτουργούσε ως ανεφοδιαστικός σταθμός, ενώ αρχαιολογικά ευρήματα της Πρωτοελλαδικής περιόδου χρονολογούνται ήδη από το 2300 π.Χ.

Το νησί περνά στη διοίκηση των Ενετών από το 1200 έως το 1460 μ.Χ., οι οποίοι του αποδίδουν το όνομα «Isola di Spezie», δηλαδή το «Νησί των Αρωμάτων» και συγκεκριμένα των πικάντικων αρωμάτων από το πεύκο, τη ρίγανη, το θυμάρι και το θρούμπι.

Οι Σπέτσες τον 17ο αιώνα, και ήδη υπό Οθωμανική κυριαρχία από τον 16ο αιώνα, κατοικούνταν κυρίως από αρβανίτικους και τσακώνικους πληθυσμούς των τριγύρω πελοποννησιακών περιοχών. Ο κύριος οικισμός τους ήταν στο «Καστέλλι», μια περιτοιχισμένη περιοχή ψηλά και μακριά από την θάλασσα για την προστασία από τις επιδρομές και επιθέσεις των πειρατών. Δεν έχει απομείνει κάποιο σημείο των τειχών αυτών λόγω πυρκαγιάς και μετέπειτα ανάπτυξη και κατοίκηση της περιοχής.

Η συμμετοχή των Σπετσιωτών στην Επανάσταση της Πελοποννήσου, των «Ορλωφικών» το 1769, είχαν ως αντίποινα την πυρπόληση και καταστροφή του οικισμού, όπως και την φυγάδευση των συμμετεχόντων στην εξέγερση. Με την απόδοση αμνηστίας, λίγα χρόνια αργότερα, και την επιστροφή των Σπετσιωτών, συνδυαστικά με την υπογραφή της Συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή και την δυνατότητα πλεύσης των ελληνικών πλοίων υπό ρωσική σημαία, οι Σπέτσες παρουσίασαν ναυτική, εμπορική και οικονομική άνθηση.

Ο 18ος αιώνας θεωρείται η χρυσή εποχή ακμής των Σπετσών με ισχυρή εμπορική παρουσία στην Μεσόγειο, κυρίως λόγω της μεταφοράς σιτηρών.

Η οικονομική ευμάρεια συνάδει και με την ανοικοδόμηση των αρχοντικών που στολίζουν μέχρι και σήμερα τα στενά του νησιού, όπως και την ισχυροποίηση οικογενειών καπεταναίων και προυχόντων που θα αναλάβουν τα ηνία τόσο της προετοιμασίας, αλλά και της έναρξης του αγώνα της απελευθέρωσης και της Επανάστασης του 1821.

Οι Σπέτσες ήταν το πρώτο νησί που επαναστάτησε εναντίον των Οθωμανών στις 3 Απριλίου του 1821, με την Ύδρα και Ψαρά να ακολουθούν και να ενώνουν τις δυνάμεις τους με το πρόταγμα της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή των Σπετσιώτικων ναυτικών δυνάμεων- ανάμεσά τους και η θρυλική καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα μαζί με άλλες ηρωικές προσωπικότητες του Αγώνα- στην πολιορκία και κατάκτηση του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς και στην άλωση της Τριπολιτσάς.

Λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης του νησιού, οι Σπέτσες κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την ανακατάληψη του Ναυπλίου από τις Οθωμανικές δυνάμεις στις 8 Σεπτεμβρίου του 1822 κατά την ιστορική «Ναυμαχία των Σπετσών», που γιορτάζεται σήμερα ως η πασίγνωστη «Αρμάτα», κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου.

Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο εκείνη, η άμυνα του νησιού είχε αναληφθεί από τον προύχοντα Χατζηγιάννη Μέξη και άλλους τριάντα Σπετσιώτες, ενώ επίσης έλαβαν την απόφαση να απομακρυνθούν τα γυναικόπαιδα στα απόκρημνα και δυσπρόσιτα εδάφη της Ύδρας. Στις 8 Σεπτεμβρίου, εμφανίστηκαν οι οθωμανικές δυνάμεις στη περιοχή μεταξύ Ύδρας και Σπετσών (Τρίκερι και Σπετσοπούλα), οι οποίες όχι μόνο υπερτερούσαν αριθμητικά, αλλά είχαν και την εύνοια του ανέμου. Ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης έδωσε εντολή στον ελληνικό στόλο, αποτελούμενο από Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία, να προσπαθήσουν να παρασύρουν πρώτα τον οθωμανικό στόλο και στην συνέχεια να τον καταναυμαχήσουν.

Μια τέτοια κίνηση θα άφηνε τις Σπέτσες ανυπεράσπιστες, οπότε παρά το σήμα του Μιαούλη, οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και Ι. Κούτσης μαζί με τον Υδραίο πλοίαρχο Α. Κριεζή, επιτέθηκαν στον εχθρικό στόλο σε μια ναυμαχία που συνεχίστηκε για ώρες, αφού ρίχτηκαν και άλλα σπετσιώτικα πλοία στην μάχη. Τα 140 πλοία που συμμετείχαν στη μάχη δημιούργησαν τόσο πυκνό καπνό που δημιούργησε την εντύπωση σε όσους βρίσκονταν στην Ύδρα πως οι Σπέτσες φλέγονταν. Μέσα από τους καπνούς αυτούς, εμφανίστηκε ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, αποφασισμένος και ατρόμητος, παρασέρνοντας και το πλήρωμά του, με σκοπό την ανάφλεξη του οθωμανικού στόλου. Ο ηρωισμός, το θάρρος και η παράτολμη ενέργεια του πυρπολητή, ωθεί τον εχθρικό στόλο σε υποχώρηση εκτός του Αργολικού Κόλπου.

Μετά την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους και επί βασιλείας Όθωνα, οι Σπέτσες, μαζί με την Ύδρα και τα Ψαρά, απέκτησαν το πολιτικό προνόμιο εκλογικής περιφέρειας, δηλαδή την εκλογή βουλευτή ανεξαρτήτως πληθυσμού, ως αναγνώριση, τιμή και ανταμοιβή της μεγάλης προσφοράς τους στο έθνος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το προνόμιο αυτό διατηρήθηκε έως το 1944.

Στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, οι Σπέτσες γνώρισαν οικονομική παρακμή, κυρίως λόγω της εφεύρεσης του ατμόπλοιου, αλλά και της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Πολλοί Σπετσιώτες ξενιτεύτηκαν και ο πληθυσμός μειώθηκε ραγδαία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η επιστροφή του Σπετσιώτη Σωτηρίου Ανάργυρου από τις ΗΠΑ μαζί με την μεγάλη περιουσία του, δημιούργησε τις προδιαγραφές για την νέα πνοή και το επόμενο, σύγχρονο κεφάλαιο στην ιστορία των Σπετσών.

Ο Ανάργυρος δεντροφύτευσε πάνω από τα 2/3 του νησιού και δημιούργησε τουριστικές υποδομές, όπως το ξενοδοχείο Ποσειδώνιο– ένα από τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων κατά την κατασκευή του. Μεγαλύτερο αντίκτυπο όμως στην τοπική, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, είχε η ίδρυση της Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στα πρότυπα των βρετανικών κολλεγίων που διαπαιδαγώγησε πλήθος λόγιων, καλλιτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών, όχι μόνο του Ελλαδικού χώρου, αλλά και της διασποράς.

Μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, οι Σπέτσες στράφηκαν προς τον τουρισμό, παραμένοντας μέχρι σήμερα ένας από τους απόλυτους τουριστικούς προορισμούς, χαρακτηριστικές για την αρχοντιά και τον κοσμοπολίτικο αέρα τους καθ’ όλη την διάρκεια του έτους.